λαιμότομος — λαιμότομος, ον (Α) αυτός που τού έχουν κόψει τον λαιμό, αποκεφαλισμένος, καρατομημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + τομος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. καρά τομος, υλό τομος. Η προπαροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. παθητική σημ.] … Dictionary of Greek
λαιμοτόμος — throatcutting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμότομος — throatcutting masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμοτόμον — λαιμοτόμος throatcutting masc/fem acc sg λαιμοτόμος throatcutting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμοτόμου — λαιμότομος throatcutting masc/fem/neut gen sg λαιμοτόμος throatcutting masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμοτόμους — λαιμότομος throatcutting masc/fem acc pl λαιμοτόμος throatcutting masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμοτόμων — λαιμότομος throatcutting masc/fem/neut gen pl λαιμοτόμος throatcutting masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαιμότομον — λαιμότομος throatcutting masc/fem acc sg λαιμότομος throatcutting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τόμος — Α β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. τόμος* «τεμάχιο, τμήμα, κομμάτι» (< τέμνω). Τα παροξύτονα ονόματα σε τόμος είναι αντικειμενικά σύνθετα με α… … Dictionary of Greek
λαιμός — (Ανατ.). Το κυλινδρικό τμήμα του ανθρώπινου σώματος που ενώνει το κεφάλι με τον θώρακα. Ο σκελετός του αποτελείται από τους αυχενικούς σπονδύλους. Περιλαμβάνει πολλούς μυς και σημαντικές ανατομικές δομές, όπως τον λάρυγγα, το άνω μέρος της… … Dictionary of Greek